ΤΟ ΟΡΓΩΜΑ-Η ΣΠΟΡΑ-ΤΟ ΘΕΡΟΣ-ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ
«Γαία η ευρύστερνη , αιώνιο και ακλόνητο στήριγμα παντός πραγμάτος»
Ησίοδος (Θεογνοσία)
Ησίοδος (Θεογνοσία)
ΤΟ ΟΡΓΩΜΑ
Η καλλιέργεια των δημητριακών (σιτάρι-κριθάρι) ήταν από τα παλιά χρόνια η βασική γεωργική ασχολία που έτρεφε ανθρώπους και ζώα .Ανατρέχοντας την Παλαιά και την Καινή διαθήκη καταλαβαίνουμε αμέσως το μέγεθος και την σημασία αλλά και το τελετουργικό χαρακτήρα που δινόταν στα αρχαία χρόνια .
ΖΕΥΓΚΑΛΑΤΗΣ
Στην αρχαιότητα οι ζευγολάτες (ζευγίτες) αποτελούσαν την τρίτη κοινωνική τάξη στην αρχαία Αθήνα που αλλιώς λεγόταν διακοσιομέδιμνοι.
Από νωρίς το φθινόπωρο και αμέσως μετά τα πρωτοβρόχια και μόλις η γη ξεδιψούσε και η γη έπαιρνε το "όρκο" της ήταν έτοιμη δηλαδή να οργωθεί οι ζευγολάτες–"ζευκαλάτες" ( ρεσπέριδες -γεωργοί) "έζεγναν" τα "βούθκια" τους με το πρωτόγονο άροτρο (το υνί) και πριν ο ήλιος γεννηθεί άρχιζαν όργωμα -"ζευκάρι"- για να ανασάνει το χωράφι αλλά και για να αναμιχθεί και οι κοπριά που συνήθως ετοποθετήτο κατά την διάρκεια του καλοκαιριού . Όταν τελείωναν με το άροτρο έζεγναν ξανά τα "βούθκια" με την "σβάρνα" και "σβάρνιαζαν" το οργωμένο χωράφι ισιώνοντας την γη και ετοιμάζοντας την για την σπορά που θα ακολουθούσε. Ακολουθούσε η σπορά που γινόταν με το χέρι και σαράκλισμα της γης για να λιώσουν οι σβόλοι και να χωθεί ελαφριά στο χώμα ο σπόρος.
Αν κάποιος γεωργός διέθετε πολλά χωράφια μετά το όργωμα άφηνε κάποια χωράφια "καλο(υ)ρκά" να τα σπείρει τον επόμενο χρόνο για να είναι πναστά.
Ο τελετουργικός χαρακτήρας που δινόταν ήταν κατά την περίοδο της σποράς του σιταριού και του λιναριού τα πολύ παλιά χρόνια στο εύφορο κάμπο της Κατωκοπιάς ήταν και και η "(λ)(α)λαγκόπιτα"*, πίττα που φτιαχνόταν με αλεύρι και νερό και ψηνόταν στο "σάτζιη" ή πάνω σε ζεστούς-πυρωμένους χοχλακόροτσους και πασπαλισμένη με μέλη η και ζάχαρη προσφερόταν στους θεριστές σαν προσφάι. Πίστευαν με αυτό τον τρόπο εξευμένιζαν το σπόρο από τα κακά στοιχειά και ότι η φύτρώση θα γινόταν χωρίς προβλήματα.
* σύμφωνα με το λεξικό, οι εγκρίδες είναι πλακούντες παρασκευασμένοι μετ' ελαίου και μέλιτος, καλούμενοι και τηγανίτες, όσο για τα λαλάγγια, που λέγονται και λάγανα, γνωστά ήδη από τους σχολιαστές του Αριστοφάνη, πρόκειται για λεπτά και πεπλατυμσμένα πλακούντια εξ αλεύρου και ελαίου. Ο Σκαρλάτος ο Βυζάντιος, στο λεξικό του, τα θεωρεί συνώνυμα του λοκμά ή και λουκουμά.
ΤΟ ΘΕΡΟΣ
Πανάρχαιο αρχαιοελληνικό έθιμο που ήταν βαθιά ριζωμένο στην συνείδηση του λαού μας. Αρχέγονη τελετουργία που συναντάτε σε μερικά ακόμη χωριά του τόπου μας και που καμπόσα χρόνια πριν το 1974 στη Κατωκοπιά είχε τον δικό της ξεχωριστό χαρακτήρα. Το πρώτο δεμάτι έπρεπε να σταυρωθεί να κάνουν το σύμβολο του σταυρού δηλαδή με τα πρώτα στάχυα που θέρισαν και μ’αυτό να δέσουν το πρώτο δεμάτι. Το δρεπάνι ήταν το βασικό εργαλείο του θερισμού και οι έργατες που ασχλούντα με το θέρισμα "θεριστές"Τα δεμάτια μαζευόταν σε μεγάλους σορούς(θεμονιές) και παρέμενα στο χωράφιμέχρι την συμπλήρωση του θερισμού.
Ακολουθούσε το φόρτωμα στα υποζύγια και η μεταφορά των δεματιών στο χώρο του αλωνίσματος . Τα αλώνια.
ΤΟ ΑΡΟΤΡΟ
Επί χιλιάδες χρόνια οι γεωργοί χρησιμοποιούσαν το ησιόδειο άροτρο , είχε απλώς σιδερένια μύτη στην άκρη του για να σχίζει το χώμα. Ο τεχνίτης που επινόησε τη βελτίωση να υπάρχει μυτερή, κοφτή κυρτή επιφάνεια η οποία να αναποδογυρίζει το χώμα και να σκεπάζει τον σπόρο έπρεπενα μεταδώσει τη γνώση για το πώς κατασκευάζεται το άροτρο αυτό (πρόκειται για το «σύγχρονο» σιδερένιο άροτρο που αντικατέστησε το «ησιόδειο» μόλις πριν εκατό χρόνια).
Μετά το όργωμα και την σπορά διαδικασίες που γίνονταν σχεδόν ταυτόχρονα ακολουθούσε
Η μακρά περίοδος της βλάστησης του ξεχωρτίσματος ,του ποτίσματος του μεγαλώματος και τελικά της ωρίμανσης της φυτείας αν ο θεός βοηθούσε.
ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ
Και το αλώνισμα σας θέλει σας φθάσει μέχρι του τρυγητού, και ο τρυγητός θέλει φθάσει (από την Αγία Γραφή-ΗΣΑΪΑΣ).
Τα αλώνια βρίσκονταν συνήθως στην άκρη του χωριού γεγονός που διευκόλυνε και την μεταφορά των φορτίων που γινόταν πάντοτε με δυσκολία. Ήταν συνήθως μισό-σκάλα χωράφια που στο δάπεδο τοποθετούσαν (φύτευαν) πέτρες σε πάρα πολύ πυκνή διάταξη ούτως ώστε το δάπεδο να είναι ίσιο και λείο γεγονός που διευκόλυνετην διαδικασία του αλωνίσματος που γινόταν τα πολύ παλιά χρόνια με ζώα και και με αρχέγονα ξύλινα εργαλεία.
Η θεμονιές αφού μαζεύονταν στο αλώνι έπρεπε να ανοιχθούν και να απλωθούν και να γίνειπλήρης αποξήρανση για αυτό παρέμεναν έτσι απλωμένες πάντοτε φυλαγμένες και από τα ζώα αλλά και από ανθρώπους
Μετά το άπλωμα και την πλήρη αποξήρανση έβαζαν τα ζώα να πατήσουν και να διαμελίσουν τα στάχυα οδηγώντας πάντοτε τα ζώα από το κέντρο του αλωνιού σε κυκλική τροχιά ,ανακατεύοντας τα έτσι ώστε ο διαμελισμός να γίνει όσο το δυνατό καλύτερα.
Μετά "’εζεγναν" τα ζώα με τη "δουκάνη"η "λουκάνη" (Βολόσυρο) που ήταν μια χονδροί ξύλινη σανίδα με το μπροστινό της τμήμα ανασηκωμένο όπως το έλκηθρο που την έσερναν δυο βόδια η γαϊδουριά.Στο μέρος (επιφάνεια )της δουκάνας ( Βολόσυρου)που βρισκόταν σε επαφή με το έδαφος, υπήρχαν στερεωμένεςστενόμακρες κοφτερές πέτρες από "αθκιάτζη"(πυριτόλιθους (αθκιατζιές)*
Το αλώνιείναι ήδη στρωμένο με τα διαλυμένα και το σπασμένα στάχυα σιταριού η του κριθαριού. Από πάνω τους τοποθετούσαν στη δουκάνη (βολόσυρο)που την έσερναν τα ζώα κάνοντας κύκλους, σχεδόν ομόκεντρους, μέσα στο αλώνι. Πάνω από την δουκάνη στεκόταν όρθιος ή και καθιστός ο αλωνάρης(αλωνεύτης) και καθοδηγούσε τα ζώα με το ένα χέρι κρατώντας τα λουριά και με το άλλο χέρι κρατώντας την βουκέντρα μια μακριά βέργα με μεταλλική και αιχμηρή μύτη , για να εξαναγκάζει τα ζώα να κινούνται στο κανονικό ρυθμό και να μη σταματούνε αλλά και με το βάρος του να θρυμματίζει καλύτερα τα στάχυα (της κουτσούλλες ) του σιταριού/κριθαριού
Μια πολύωρη και μονότονη δουλειά για τον αλωνεύτη που έζεγνε και την φωνή του τραγουδώντας πότε-πότε τις πίκρες και τις χαρές σμίγοντας τις με το μόχθο και το κάματο των μεγάλων ημερών του Ιούλη
*Ο Χαλαζίας/πυριτόλιθος ( Quarz ) είναι το διοξείδιο του πυριτίου ( SiO ) ορυκτό με όψη υαλώδη και σκληρότητα αρκετά μεγάλη, περίπου 7, κατάλληλο ως κοπτικό εργαλείο για τα στάχυα την εποχή εκείνη.
Μετά το αλώνισμα ακολουθούσε το ανέμισμα (λίχνισμα) η διαδικασία διαχωρισμού του άχυρου από τον σπόρο. Ο σορός του αλωνισμένου υλικού (το μάλαμα) ετοποθετήτο σε μια άκρη του αλωνιού και όταν άρχιζε το δείλι και φυσούσε ο λίβας οι λικνιστές (ανεμιστές) με τα ξύλινα τετραδίχαλα ανέμιζαν το μάλαμα ( =άχυρο-σπόρος) από το σορό πετώντας τον ψιλά
Ο σπόρος λόγο της βαρύτητας έπεφτε κάθετα στη γη ενώ το άχυρο πιο ελαφρύ παρασυρόμενο από τον αέρα έπεφτε χωρισμένο λίγο πιο πέρα.
Από την αρχή της δεκαετίας του 1950 και μέχρη το 1960-62 το παραδοσιακό αλώνισμα γινόταν με αλωνιστικές μηχανές. Η κίνηση δινόταν από τρακτέρ. Η αλωνιστική μετά το τάϊσμα με τα δεμάτια θρυμμάτιζε τα στάχια του σιταριού ή του κριθαριού και περνώντας απο την διαδικασία που είχε ο τύπος της μηχανής διαχώριζε τους σπόρους απο το άχυρο.
Απο το 1962 και μετά το θέρισμα γίνετε με τα πλέον σύχρονα μηχανήματα ,τις αυτοκινούμενες
θεριστικές μηχανές το γνωστά "κομπάγια".
Η Αλωνιστική μηχανή βρίσκεται κυριολέκτικα θαμμένη στην κύτη του ποταμού .
Φώτο: ν.πουρουτίδης (2006)
Απο το 1962 και μετά το θέρισμα γίνετε με τα πλέον σύχρονα μηχανήματα ,τις αυτοκινούμενες
θεριστικές μηχανές το γνωστά "κομπάγια".
Η Αλωνιστική μηχανή βρίσκεται κυριολέκτικα θαμμένη στην κύτη του ποταμού .
Φώτο: ν.πουρουτίδης (2006)
ΑΧΥΡΟ(ΑΣΙΕΡΟ)- ΑΣΙΕΡΟΜΠΑΣΜΑ.
Μετά από τελείωμα στο αλώνι το σιτάρι και το κριθάρι μεταφερόταν στην αποθήκες και αποτελούσε βασική πυγή εισοδήματος αλλά και διατροφής για ανθρώπους και ζώα.
Οι μεταφορά από το αλώνια στης αποθήκες (α-σιερονάρκα) γινόταν με ζώα, γαϊδούρια και μουλάρια .Το άχυρο που ήταν ελαφρύ το τοποθετούσαν σε μεγάλα σακιά και την μεταφορά από το αλώνι πρωί-πρωί (που τες αφκάες) στο α-σιερονάρι (ασιελωνάρη) για αποθήκευση την έκαναν εργάτες που ήξεραν καλά την δουλειά οι "ασιερομπάστες" και που τοποθετούσαν το άχυρο στην αποθήκη από μικρή είσοδο(φουλλίαν) που βρισκόταν περίπου 1,5-2,5 μέτρα πιο ψιλά από το έδαφος στη εξωτερική πλευρά της αποθήκης . Η όλοι εργασία ονομαζόταν "Aσιερόμπασμα" .
Η λαϊκή μούσα και η κυπριακή τοπολαλιά το εκαναν τραγούδι, ένα καταπληκτικό λυρικό ,ερωτικό τραγούδι σχεδόν επικό. «Αshερομπάζω τζι’ έρκουμαι αβκήν στον μαχαλλάν σου…»