KATOKOPIA HISTORY


Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στο παναύριν των νύμφων

NEWS-NEA

«Στο παναύριν των νύμφων»
Του Βασίλη Χαραλάμπους
____________
- Άνου πάνω Χαρικλού. Μα είνταμ που κάμνεις τζιαμαί. Άνου πάνω να πάμεν στο παναύριν τ’ Αρχαγγέλου.
- Πήαιννε μανά τζι εν νάρτω ύστερα.
- Μα κόρη μου έν να πααίννομεν ένας ένας; Καλά ο τζιύρης σου τζι’ ο αρφός σου, έν καφενέ τζι ύστερα έν νάρτουν.
- Πήαιννε μανά τζι εν νάρτω.
- Μα πείσμαν σήμερα Χαρικλού.
- Εν νάρτω ύστερα μανά.
- Πε μου να δούμεν τζιαι γιατί. Έλα κάτσε κοντά μου να κουβεντιάσουμεν τζι έν μου γελάς εμέναν.
Εκοντοσυνάχτην τζι η Χαρικλού τζιαι πον έθελεν να δει πάνω εκαμώθην τάχατες να σάσει στην ολόασπρην την σουβάντζαν τα πιάτα τα ζωγραφιστά.. Η σουβάντζα τούτη ήταν γεμάτη πιάτα ζωγραφιστά με κάτι μιάλους κοκόρους που τα έφερεν της ο αρφός της πόξω.
-Έλα κάτσε να δούμεν είνταμ που έσιεις τζι άφησ’ τα πιάτα, όξα έν εκατάλαβα.
- Μα μανά…
- Εγιώ είμαι μάνα σου τζιαι ξέρω σε. Έλα τζι εκατάλαβα, όξα νομίζεις έν εκατάλαβα. Έτο κόρη μου έν στην Ζώθκιαν που είμαστιν τζιαι το παναύριν τ’ Αρχαγγέλου έν το παναύριν των νύφων λαλεί η γιαγιά σου η Βαττού. Γι α τούτον έν θέλεις να πάεις τωρά. Έλα μεν μαραζώνεις.
Ήταν συνήθεια παλλιά στην Ζώθκιαν στο παναύριν τ’ Αρχαγγέλου να έρκουνται οι νύμφες με τους αντράες τους που παντρευτήκαν τζιείνην την χρονιάν. Συνήθως έρκουνταν πάνω στο γαουρούιν με τα νυμφικά τους τζι ετράβαν το ο άντρας τους. Έρκουνταν στο παναύριν να ευλοηθούν που τον Αρχάγγελον. Μιάλη η εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ τζι ωραία τζι εγινήσκετουν μιάλον παναύριν. Λαλούσιν πως παλιά ήτουν μοναστήριν. Για τούτον μιαν ημέραν που γύρευκα τον Αντρίκκον τον Διπλόραχον επέψαν με με τζιαμαί κοντά στην εκκλησιάν στο «νερόν τους καλοήρους». Τζιαμαί κοντ ά λαλούσιν ασκήτεψεν τζι ο Άης Ειρηνικός, μιάλη η χάρη του. Τούτον το παναύριν ήτουν τζι έναν που τα μιαλλύττερα της Κύπρου.
Η Αντιγόνη λοιπόν έβαλεν την κόρην της την Χαρικλούν μέσ’ την αγκάλην της να την παρηορήσει. Έν τζι ήταν τζιαι λλίον το μαράζιν της αφού έν έφτασεν να παντρευτεί τζι ο Λαμπρής ο άντρας της έφυεν τζι άφηκεν την για κάτι παλλιοχώραφα που εζήτησεν πουπανοπροίτζιν. Εσηκώστην τζι επήεν εις στην χώραν δίχα να πει κανενού τίποτε, ανάμισυ μήναν παντρεμένος.
- Έλα κόρη μου, μεν μαραζώνεις.
- Να μεν μαραζώννω ένας λόος ένι. Ούλλες δαμαί στην γειτονιάν έχουν τζι έναν πικρόν λόον να πουν.
- Έλα κόρη μου, μεν μαραζώνεις.
- Ού Παναγία μου, άφηκα το τσέστον με το σιτάριν ποτζιεί πον η αυλή τζι έν να το φαν οι όρνιθες τζιαι τα περιστέρκα.
Έν έφτασεν να πάει στην αυλήν η Χαρικλού, άρκεψεν τζι εφάκκαν η πόρτα. Η Αντιγόνη εχαρίστην πως έν ο άντρας της ο Γιακουμής.
- Έλα μέσα Γιακουμή τζι έν αννοιχτά.
Η πόρτα όμως περίτου εφάκκαν τζι έτσι επήεν ν’αννοίξει. Όταν άννοιξεν όμως εποθαμμάστην.
- Ού Λαμπρή εσού είσαι.
- Ναι εγιώ είμαι.
- Πως ως δα;
- Εν μέσα η Χαρικλού;
- Επεθύμησες την πε μου.
Ο Λαμπρής έμεινεν σιωπητός τζι εθώρεν γύρου γύρου.
-Ήρτες να βάλεις λάδιν στην φωθκιάν; Κανεί τζιείνα που γινήκασιν. Όξα πε μου ανάοξέν σου;
- Που έν η Χαρικλού;
-Άτε γυιέ μου να χαρείς πήαιννε να μεν σε δει. Κανούν την τα μαράζια της. Άτε πήαιννε στο καλόν τζι εν να πάμεν στ παναύριν τωρά.
- Εγιώ εν να την πάρω.
- Ποιόν;
- Ναι έφερα τζιαι το γαούριν δαμαί πόξω.
- Ο σκοπός σου Λαμπρή ποιος ένι;
- Να πάρω την γεναίκαν που στο παναύριν τ’ Αρχαγγέλου, το παναύριν των νύμφων.
- Την γεναίκαν σου;
- Ναι την γεναίκαν μου.
- Για έφυες τζι επήες εις την Χώραν.
- Η Χώρα εν για τους χωραΐτες.
Η κουβέντα όμως έμεινεν ως τζιαμαί γιατί εμπήκεν η Χαρικλού με τον τσέστον με το σιτάριν τζι ανταν είδεν τον Λαμπρήν εξαπόλυσεν τον τσέστον τζι έφυεν βουρώντας στην αυλήν. Στα όφκαιρα όμως εφώναζεν ο Λαμπρής.
- Χαρικλού, Χαρικλού μου.
- Μείνε δαμαί Λαμπρή, να πάω να της εξηγήσω τζιαι να σου τη φέρω.
Κάμνει τζι η Αντιγόνη τον σταυρόν της τζιαι που καρκιάς παρακαλά.
- Έλα Αρχάγγελε μου Μιχαήλ τζιαι δώκε να βκεί σε καλόν τούτη η κουβέντα.
Ο Λαμπρής όμως έν τζι ήτουν σίουρος αν θα τον εδέχετουν πάλαι η Χαρικλού. Που την έννοιαν την πολλήν πήαιννε έλα μέσ’ τον ηλιακόν έκαμεν τζιείν το πάτωμαν όπως που να επαίζαν βασιλέαν. Τζι αντάν εφάνην η Αντιγόνη τζιαι ταπισόν της η Χαρικλού εχάρην τζι ο Λαμπρής.
- Χαρικλού, Χαρικλού μου.
Τούτον επρόλαβεν τζι είπεν της ο Λαμπρής. Η Χαρικλού η φτωσιή ήτουν σαν τζιείνες τες μέρες που ήρτεν να την ζητήσει ο Λαμπρής. Το δειν της έν το σήκωννεν που χαμαί.
- Εν να πείς το ναι Χαρικλού μου;
- Άτε γαμπρέ πιάσ’ την γεναίκαν σου τζιαι πήαιννε αφού ξέρεις ότι της Χαρικλούς το ναι της σε έτσι κουβέντες εν η σιωπή της.
- Να γοράσουμεν τζιαι σησαμόπιττες που σ’ αρέσκουν Χααρικλού μου.
Στο παναύριν ύστερα, τζιαμαί να εθώρες ψουψουρίσματα τζιαι ποθαυμάσματα. Είχαν ούλλοι που μιάν κουβένταν να πουν ως τζι οι παναυρκότες που τους εξέραν. Είντα η Φροσού είπεν του τζιαι να ζήσουσιν. Περίτου που ούλλους η γειτόνισσα τους η Φανού, που όταν άννοιεν το στόμαν της εσιώπαν που ήταν να ππέσει να τζιοιμηθεί.
Όπως τζιαι νά’σιει το πράμαν, ότι τζιαι να λαλούσαν, τζιε ίνον το δείλις στο παναύριν τ’ Αρχαγγέλου, το παναύριν των νύφων λαλεί τζι η γιαγιά η Βαττού, είχαν χαράν άλλωσπως που θωρούσαν τούτον τ’ αντρόυνον τζιαι πάλαι μαζίν αγαπημένον.

Όσον για τα χωράφκια πούθελεν ο Λαμπρής πουπανοπροίτζιν, εμείναν της αρφής της μιτσιάς της Αννούς.













HOME | KATOKOPIA HISTORY | ΚΑΤΩΚΟΠΙΑ | ΙΣΤΟΡΙΑ | ΚΑΤΩΚΟΠΙΤΙΚΑ | ΡΙΖΕΣ - ΝΕΟ !!! | ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ | Η ΠΟΣΤΑ | ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ 1927 | ΠΡΟΣΩΠΑ | ΦΩΤΟ- ΡΕΤΡΟ | ΡΑΔΙΟΣΤΑΘΜΟΣ 1972 | ΒΙΒΛΙΑ-BOOKS | ΚΑΤΩΚΟΠΙΤΕΣ 1864-1930 | ΚΑΤΩΚΟΠΙΑ RADIO-TV | ΕΓΡΑΦΑ 1799 | ΕΝΩΤΙΚΑ ΔΗΜΟΨΗΦΙΣΜΑΤΑ 1921 κ 1930 | NEWS-NEA | ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΑΣΧΟΛΙΕΣ | APXEIO | Πλάνο του δικτυακού τόπου


Επιστροφή στο περιεχόμενο | Επιστροφή στο κύριο μενού